έστωντας
Смотреть что такое "έστωντας" в других словарях:
έστοντας — (Μ ἔστοντας και ἔστωντας) 1. μτχ. ενεστ. τού ρ. είμαι 2. (αιτιολ. ή εναντιωμ. σύνδ.) επειδή, διότι, καθ όσον, με το να..., μολονότι, αν και («έστοντας να μην έχει παπούτσια, περπατά ξυπόλητος», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έστω (προστ. τού ρ. είμαι)… … Dictionary of Greek